Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐγχειρίδιον
ἐγχειρίδιος
ἐγχειρίζω
ἐγχειρίθετος
ἐγχειριστέον
ἐγχειροτονέω
ἐγχέλειος
Ἐγχελεῖς
ἐγχελεών
ἐγχελυοτρόφος
ἔγχελυς
ἐγχελυωπός
ἐγχεσίμαργος
ἐγχεσίμωρος
ἐγχεσίπαλοι
ἐγχεσίχειρ
ἐγχέσπαλος
ἐγχεσφόρος
ἐγχέω
ἔγχηλος
ἐγχθόνιος
View word page
ἔγχελυς
an eel
ShortDef
an eel
Debugging
Headword:
ἔγχελυς
Headword (normalized):
ἔγχελυς
Headword (normalized/stripped):
εγχελυς
IDX:
26006
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-26007
Key:
Data
{'content': 'an eel'}