Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐγχειρητέος
ἐγχειρητής
ἐγχειρητικός
ἐγχειρία
ἐγχειρίδιον
ἐγχειρίδιος
ἐγχειρίζω
ἐγχειρίθετος
ἐγχειριστέον
ἐγχειροτονέω
ἐγχέλειος
Ἐγχελεῖς
ἐγχελεών
ἐγχελυοτρόφος
ἔγχελυς
ἐγχελυωπός
ἐγχεσίμαργος
ἐγχεσίμωρος
ἐγχεσίπαλοι
ἐγχεσίχειρ
ἐγχέσπαλος
View word page
ἐγχέλειος
of an eel
ShortDef
of an eel
Debugging
Headword:
ἐγχέλειος
Headword (normalized):
ἐγχέλειος
Headword (normalized/stripped):
εγχελειος
IDX:
26002
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-26003
Key:
Data
{'content': 'of an eel'}