Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐγχείρημα
ἐγχείρησις
ἐγχειρητέον
ἐγχειρητέος
ἐγχειρητής
ἐγχειρητικός
ἐγχειρία
ἐγχειρίδιον
ἐγχειρίδιος
ἐγχειρίζω
ἐγχειρίθετος
ἐγχειριστέον
ἐγχειροτονέω
ἐγχέλειος
Ἐγχελεῖς
ἐγχελεών
ἐγχελυοτρόφος
ἔγχελυς
ἐγχελυωπός
ἐγχεσίμαργος
ἐγχεσίμωρος
View word page
ἐγχειρίθετος
put into one's hands

ShortDef

put into one's hands

Debugging

Headword:
ἐγχειρίθετος
Headword (normalized):
ἐγχειρίθετος
Headword (normalized/stripped):
εγχειριθετος
IDX:
25999
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-26000
Key:

Data

{'content': "put into one's hands"}