Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀγαλματοφώρας
ἀγαλματόω
ἀγαλματώδης
ἀγαλμοτυπεύς
ἀγάλοχον
ἄγαλσις
ἄγαμαι
Ἀγαμεμνόνεος
Ἀγαμεμνονίδης
Ἀγαμεμνόνιος
Ἀγαμέμνων
ἀγαμένως
Ἀγαμήδη
ἀγαμία
ἀγαμίου
ἄγαμος
ἄγαν
ἀγανακτέω
ἀγανάκτησις
ἀγανακτητέον
ἀγανακτητικός
View word page
Ἀγαμέμνων
Agamemnon, lit. the very steadfast

ShortDef

Agamemnon, lit. the very steadfast

Debugging

Headword:
Ἀγαμέμνων
Headword (normalized):
ἀγαμέμνων
Headword (normalized/stripped):
αγαμεμνων
IDX:
259
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-260
Key:

Data

{'content': 'Agamemnon, lit. the very steadfast'}