Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐγχειρέω
ἐγχείρημα
ἐγχείρησις
ἐγχειρητέον
ἐγχειρητέος
ἐγχειρητής
ἐγχειρητικός
ἐγχειρία
ἐγχειρίδιον
ἐγχειρίδιος
ἐγχειρίζω
ἐγχειρίθετος
ἐγχειριστέον
ἐγχειροτονέω
ἐγχέλειος
Ἐγχελεῖς
ἐγχελεών
ἐγχελυοτρόφος
ἔγχελυς
ἐγχελυωπός
ἐγχεσίμαργος
View word page
ἐγχειρίζω
to put into one's hands, entrust
ShortDef
to put into one's hands, entrust
Debugging
Headword:
ἐγχειρίζω
Headword (normalized):
ἐγχειρίζω
Headword (normalized/stripped):
εγχειριζω
IDX:
25998
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-25999
Key:
Data
{'content': "to put into one's hands, entrust"}