Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐγχειμάζω
ἐγχείμορος
ἐγχειρέω
ἐγχείρημα
ἐγχείρησις
ἐγχειρητέον
ἐγχειρητέος
ἐγχειρητής
ἐγχειρητικός
ἐγχειρία
ἐγχειρίδιον
ἐγχειρίδιος
ἐγχειρίζω
ἐγχειρίθετος
ἐγχειριστέον
ἐγχειροτονέω
ἐγχέλειος
Ἐγχελεῖς
ἐγχελεών
ἐγχελυοτρόφος
ἔγχελυς
View word page
ἐγχειρίδιον
dagger; (later) handle, tool, manual
ShortDef
dagger; (later) handle, tool, manual
Debugging
Headword:
ἐγχειρίδιον
Headword (normalized):
ἐγχειρίδιον
Headword (normalized/stripped):
εγχειριδιον
IDX:
25996
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-25997
Key:
Data
{'content': 'dagger; (later) handle, tool, manual'}