Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐγχαράσσω
ἐγχάσκω
ἐγχέζω
ἐγχειβρόμος
ἐγχείη
ἐγχεικέραυνος
ἐγχειμάζω
ἐγχείμορος
ἐγχειρέω
ἐγχείρημα
ἐγχείρησις
ἐγχειρητέον
ἐγχειρητέος
ἐγχειρητής
ἐγχειρητικός
ἐγχειρία
ἐγχειρίδιον
ἐγχειρίδιος
ἐγχειρίζω
ἐγχειρίθετος
ἐγχειριστέον
View word page
ἐγχείρησις
a taking in hand, undertaking
ShortDef
a taking in hand, undertaking
Debugging
Headword:
ἐγχείρησις
Headword (normalized):
ἐγχείρησις
Headword (normalized/stripped):
εγχειρησις
IDX:
25990
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-25991
Key:
Data
{'content': 'a taking in hand, undertaking'}