Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐγχαρακτέον
ἐγχάραξις
ἐγχαράσσω
ἐγχάσκω
ἐγχέζω
ἐγχειβρόμος
ἐγχείη
ἐγχεικέραυνος
ἐγχειμάζω
ἐγχείμορος
ἐγχειρέω
ἐγχείρημα
ἐγχείρησις
ἐγχειρητέον
ἐγχειρητέος
ἐγχειρητής
ἐγχειρητικός
ἐγχειρία
ἐγχειρίδιον
ἐγχειρίδιος
ἐγχειρίζω
View word page
ἐγχειρέω
to put one's hand in

ShortDef

to put one's hand in

Debugging

Headword:
ἐγχειρέω
Headword (normalized):
ἐγχειρέω
Headword (normalized/stripped):
εγχειρεω
IDX:
25988
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-25989
Key:

Data

{'content': "to put one's hand in"}