Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐγρηγορικός
ἐγρηγορότως
ἐγρηγορόων
ἐγρηγόρσιος
ἐγρήγορσις
ἐγρηγορτί
ἐγρήσσω
ἐγχαλάω
ἐγχαλινόω
ἐγχαλκεύω
ἔγχαλκος
ἐγχαρακτέον
ἐγχάραξις
ἐγχαράσσω
ἐγχάσκω
ἐγχέζω
ἐγχειβρόμος
ἐγχείη
ἐγχεικέραυνος
ἐγχειμάζω
ἐγχείμορος
View word page
ἔγχαλκος
in or with brass: moneyed, rich
ShortDef
in or with brass: moneyed, rich
Debugging
Headword:
ἔγχαλκος
Headword (normalized):
ἔγχαλκος
Headword (normalized/stripped):
εγχαλκος
IDX:
25977
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-25978
Key:
Data
{'content': 'in or with brass: moneyed, rich'}