Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐγρεσίοικος
ἐγρηγορέω
ἐγρηγορικός
ἐγρηγορότως
ἐγρηγορόων
ἐγρηγόρσιος
ἐγρήγορσις
ἐγρηγορτί
ἐγρήσσω
ἐγχαλάω
ἐγχαλινόω
ἐγχαλκεύω
ἔγχαλκος
ἐγχαρακτέον
ἐγχάραξις
ἐγχαράσσω
ἐγχάσκω
ἐγχέζω
ἐγχειβρόμος
ἐγχείη
ἐγχεικέραυνος
View word page
ἐγχαλινόω
to put a bit in the mouth of
ShortDef
to put a bit in the mouth of
Debugging
Headword:
ἐγχαλινόω
Headword (normalized):
ἐγχαλινόω
Headword (normalized/stripped):
εγχαλινοω
IDX:
25975
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-25976
Key:
Data
{'content': 'to put a bit in the mouth of'}