Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐγρέμοθος
ἐγρεσίκωμος
ἐγρεσίοικος
ἐγρηγορέω
ἐγρηγορικός
ἐγρηγορότως
ἐγρηγορόων
ἐγρηγόρσιος
ἐγρήγορσις
ἐγρηγορτί
ἐγρήσσω
ἐγχαλάω
ἐγχαλινόω
ἐγχαλκεύω
ἔγχαλκος
ἐγχαρακτέον
ἐγχάραξις
ἐγχαράσσω
ἐγχάσκω
ἐγχέζω
ἐγχειβρόμος
View word page
ἐγρήσσω
to be awake
ShortDef
to be awake
Debugging
Headword:
ἐγρήσσω
Headword (normalized):
ἐγρήσσω
Headword (normalized/stripped):
εγρησσω
IDX:
25973
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-25974
Key:
Data
{'content': 'to be awake'}