Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐγρεμάχης
ἐγρέμοθος
ἐγρεσίκωμος
ἐγρεσίοικος
ἐγρηγορέω
ἐγρηγορικός
ἐγρηγορότως
ἐγρηγορόων
ἐγρηγόρσιος
ἐγρήγορσις
ἐγρηγορτί
ἐγρήσσω
ἐγχαλάω
ἐγχαλινόω
ἐγχαλκεύω
ἔγχαλκος
ἐγχαρακτέον
ἐγχάραξις
ἐγχαράσσω
ἐγχάσκω
ἐγχέζω
View word page
ἐγρηγορτί
awake, watching

ShortDef

awake, watching

Debugging

Headword:
ἐγρηγορτί
Headword (normalized):
ἐγρηγορτί
Headword (normalized/stripped):
εγρηγορτι
IDX:
25972
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-25973
Key:

Data

{'content': 'awake, watching'}