Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐγρεκύδοιμος
ἐγρεμάχης
ἐγρέμοθος
ἐγρεσίκωμος
ἐγρεσίοικος
ἐγρηγορέω
ἐγρηγορικός
ἐγρηγορότως
ἐγρηγορόων
ἐγρηγόρσιος
ἐγρήγορσις
ἐγρηγορτί
ἐγρήσσω
ἐγχαλάω
ἐγχαλινόω
ἐγχαλκεύω
ἔγχαλκος
ἐγχαρακτέον
ἐγχάραξις
ἐγχαράσσω
ἐγχάσκω
View word page
ἐγρήγορσις
waking, wakefulness

ShortDef

waking, wakefulness

Debugging

Headword:
ἐγρήγορσις
Headword (normalized):
ἐγρήγορσις
Headword (normalized/stripped):
εγρηγορσις
IDX:
25971
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-25972
Key:

Data

{'content': 'waking, wakefulness'}