Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἔγξυλος
ἐγξύρω
ἐγξύω
ἐγρεκύδοιμος
ἐγρεμάχης
ἐγρέμοθος
ἐγρεσίκωμος
ἐγρεσίοικος
ἐγρηγορέω
ἐγρηγορικός
ἐγρηγορότως
ἐγρηγορόων
ἐγρηγόρσιος
ἐγρήγορσις
ἐγρηγορτί
ἐγρήσσω
ἐγχαλάω
ἐγχαλινόω
ἐγχαλκεύω
ἔγχαλκος
ἐγχαρακτέον
View word page
ἐγρηγορότως
waking

ShortDef

waking

Debugging

Headword:
ἐγρηγορότως
Headword (normalized):
ἐγρηγορότως
Headword (normalized/stripped):
εγρηγοροτως
IDX:
25968
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-25969
Key:

Data

{'content': 'waking'}