Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐγκωμιολογικόν
ἐγκωμιολόγος
ἐγκώμιον
ἐγκώμιος
ἔγκωπον
Ἐγνατία
Ἐγνάτιος
ἐγξέω
ἐγξηραίνω
ἔγξυλος
ἐγξύρω
ἐγξύω
ἐγρεκύδοιμος
ἐγρεμάχης
ἐγρέμοθος
ἐγρεσίκωμος
ἐγρεσίοικος
ἐγρηγορέω
ἐγρηγορικός
ἐγρηγορότως
ἐγρηγορόων
View word page
ἐγξύρω
shave
ShortDef
shave
Debugging
Headword:
ἐγξύρω
Headword (normalized):
ἐγξύρω
Headword (normalized/stripped):
εγξυρω
IDX:
25959
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-25960
Key:
Data
{'content': 'shave'}