Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐγκωμιάζω
ἐγκωμιαστέον
ἐγκωμιαστής
ἐγκωμιαστικός
ἐγκωμιαστός
ἐγκωμιογράφος
ἐγκωμιολογικόν
ἐγκωμιολόγος
ἐγκώμιον
ἐγκώμιος
ἔγκωπον
Ἐγνατία
Ἐγνάτιος
ἐγξέω
ἐγξηραίνω
ἔγξυλος
ἐγξύρω
ἐγξύω
ἐγρεκύδοιμος
ἐγρεμάχης
ἐγρέμοθος
View word page
ἔγκωπον
part
ShortDef
part
Debugging
Headword:
ἔγκωπον
Headword (normalized):
ἔγκωπον
Headword (normalized/stripped):
εγκωπον
IDX:
25953
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-25954
Key:
Data
{'content': 'part'}