Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐγκωμάζω
ἐγκωμιάζω
ἐγκωμιαστέον
ἐγκωμιαστής
ἐγκωμιαστικός
ἐγκωμιαστός
ἐγκωμιογράφος
ἐγκωμιολογικόν
ἐγκωμιολόγος
ἐγκώμιον
ἐγκώμιος
ἔγκωπον
Ἐγνατία
Ἐγνάτιος
ἐγξέω
ἐγξηραίνω
ἔγξυλος
ἐγξύρω
ἐγξύω
ἐγρεκύδοιμος
ἐγρεμάχης
View word page
ἐγκώμιος
native to a village (κώμη), laudatory (κῶμος)
ShortDef
native to a village (κώμη), laudatory (κῶμος)
Debugging
Headword:
ἐγκώμιος
Headword (normalized):
ἐγκώμιος
Headword (normalized/stripped):
εγκωμιος
IDX:
25952
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-25953
Key:
Data
{'content': 'native to a village (κώμη), laudatory (κῶμος)'}