Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐγκυρέω
ἐγκύρησις
ἐγκύρτια
ἔγκυρτος
ἐγκύρτωσις
ἐγκύρω
ἐγκυτί
ἐγκύφωσις
ἐγκώλεος
ἐγκωμάζω
ἐγκωμιάζω
ἐγκωμιαστέον
ἐγκωμιαστής
ἐγκωμιαστικός
ἐγκωμιαστός
ἐγκωμιογράφος
ἐγκωμιολογικόν
ἐγκωμιολόγος
ἐγκώμιον
ἐγκώμιος
ἔγκωπον
View word page
ἐγκωμιάζω
to praise
ShortDef
to praise
Debugging
Headword:
ἐγκωμιάζω
Headword (normalized):
ἐγκωμιάζω
Headword (normalized/stripped):
εγκωμιαζω
IDX:
25943
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-25944
Key:
Data
{'content': 'to praise'}