Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐγκύπτω
ἐγκυρέω
ἐγκύρησις
ἐγκύρτια
ἔγκυρτος
ἐγκύρτωσις
ἐγκύρω
ἐγκυτί
ἐγκύφωσις
ἐγκώλεος
ἐγκωμάζω
ἐγκωμιάζω
ἐγκωμιαστέον
ἐγκωμιαστής
ἐγκωμιαστικός
ἐγκωμιαστός
ἐγκωμιογράφος
ἐγκωμιολογικόν
ἐγκωμιολόγος
ἐγκώμιον
ἐγκώμιος
View word page
ἐγκωμάζω
take part in a κῶμος

ShortDef

take part in a κῶμος

Debugging

Headword:
ἐγκωμάζω
Headword (normalized):
ἐγκωμάζω
Headword (normalized/stripped):
εγκωμαζω
IDX:
25942
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-25943
Key:

Data

{'content': 'take part in a κῶμος'}