Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἔγκυος
ἐγκύπτω
ἐγκυρέω
ἐγκύρησις
ἐγκύρτια
ἔγκυρτος
ἐγκύρτωσις
ἐγκύρω
ἐγκυτί
ἐγκύφωσις
ἐγκώλεος
ἐγκωμάζω
ἐγκωμιάζω
ἐγκωμιαστέον
ἐγκωμιαστής
ἐγκωμιαστικός
ἐγκωμιαστός
ἐγκωμιογράφος
ἐγκωμιολογικόν
ἐγκωμιολόγος
ἐγκώμιον
View word page
ἐγκώλεος
trunculus
ShortDef
trunculus
Debugging
Headword:
ἐγκώλεος
Headword (normalized):
ἐγκώλεος
Headword (normalized/stripped):
εγκωλεος
IDX:
25941
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-25942
Key:
Data
{'content': 'trunculus'}