Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐγκυλίνδω
ἐγκύματος
ἐγκυμονέω
ἐγκύμων
ἐγκυοποιέω
ἔγκυος
ἐγκύπτω
ἐγκυρέω
ἐγκύρησις
ἐγκύρτια
ἔγκυρτος
ἐγκύρτωσις
ἐγκύρω
ἐγκυτί
ἐγκύφωσις
ἐγκώλεος
ἐγκωμάζω
ἐγκωμιάζω
ἐγκωμιαστέον
ἐγκωμιαστής
ἐγκωμιαστικός
View word page
ἔγκυρτος
curved
ShortDef
curved
Debugging
Headword:
ἔγκυρτος
Headword (normalized):
ἔγκυρτος
Headword (normalized/stripped):
εγκυρτος
IDX:
25936
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-25937
Key:
Data
{'content': 'curved'}