Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐγκύκλωσις
ἐγκυλίδωτος
ἐγκυλίνδησις
ἐγκυλίνδω
ἐγκύματος
ἐγκυμονέω
ἐγκύμων
ἐγκυοποιέω
ἔγκυος
ἐγκύπτω
ἐγκυρέω
ἐγκύρησις
ἐγκύρτια
ἔγκυρτος
ἐγκύρτωσις
ἐγκύρω
ἐγκυτί
ἐγκύφωσις
ἐγκώλεος
ἐγκωμάζω
ἐγκωμιάζω
View word page
ἐγκυρέω
encounter

ShortDef

encounter

Debugging

Headword:
ἐγκυρέω
Headword (normalized):
ἐγκυρέω
Headword (normalized/stripped):
εγκυρεω
IDX:
25933
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-25934
Key:

Data

{'content': 'encounter'}