Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἔγκυκλος
ἐγκυκλόω
ἐγκύκλωσις
ἐγκυλίδωτος
ἐγκυλίνδησις
ἐγκυλίνδω
ἐγκύματος
ἐγκυμονέω
ἐγκύμων
ἐγκυοποιέω
ἔγκυος
ἐγκύπτω
ἐγκυρέω
ἐγκύρησις
ἐγκύρτια
ἔγκυρτος
ἐγκύρτωσις
ἐγκύρω
ἐγκυτί
ἐγκύφωσις
ἐγκώλεος
View word page
ἔγκυος
pregnant
ShortDef
pregnant
Debugging
Headword:
ἔγκυος
Headword (normalized):
ἔγκυος
Headword (normalized/stripped):
εγκυος
IDX:
25931
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-25932
Key:
Data
{'content': 'pregnant'}