Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐγκυκλίζω
ἐγκύκλιος
ἔγκυκλον
ἔγκυκλος
ἐγκυκλόω
ἐγκύκλωσις
ἐγκυλίδωτος
ἐγκυλίνδησις
ἐγκυλίνδω
ἐγκύματος
ἐγκυμονέω
ἐγκύμων
ἐγκυοποιέω
ἔγκυος
ἐγκύπτω
ἐγκυρέω
ἐγκύρησις
ἐγκύρτια
ἔγκυρτος
ἐγκύρτωσις
ἐγκύρω
View word page
ἐγκυμονέω
become pregnant

ShortDef

become pregnant

Debugging

Headword:
ἐγκυμονέω
Headword (normalized):
ἐγκυμονέω
Headword (normalized/stripped):
εγκυμονεω
IDX:
25928
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-25929
Key:

Data

{'content': 'become pregnant'}