Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐγκυκλέομαι
ἐγκύκλημα
ἐγκυκλίζω
ἐγκύκλιος
ἔγκυκλον
ἔγκυκλος
ἐγκυκλόω
ἐγκύκλωσις
ἐγκυλίδωτος
ἐγκυλίνδησις
ἐγκυλίνδω
ἐγκύματος
ἐγκυμονέω
ἐγκύμων
ἐγκυοποιέω
ἔγκυος
ἐγκύπτω
ἐγκυρέω
ἐγκύρησις
ἐγκύρτια
ἔγκυρτος
View word page
ἐγκυλίνδω
to roll up in
ShortDef
to roll up in
Debugging
Headword:
ἐγκυλίνδω
Headword (normalized):
ἐγκυλίνδω
Headword (normalized/stripped):
εγκυλινδω
IDX:
25926
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-25927
Key:
Data
{'content': 'to roll up in'}