Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐγκυητήριον
ἐγκυκάω
ἐγκυκλέομαι
ἐγκύκλημα
ἐγκυκλίζω
ἐγκύκλιος
ἔγκυκλον
ἔγκυκλος
ἐγκυκλόω
ἐγκύκλωσις
ἐγκυλίδωτος
ἐγκυλίνδησις
ἐγκυλίνδω
ἐγκύματος
ἐγκυμονέω
ἐγκύμων
ἐγκυοποιέω
ἔγκυος
ἐγκύπτω
ἐγκυρέω
ἐγκύρησις
View word page
ἐγκυλίδωτος
rolled up

ShortDef

rolled up

Debugging

Headword:
ἐγκυλίδωτος
Headword (normalized):
ἐγκυλίδωτος
Headword (normalized/stripped):
εγκυλιδωτος
IDX:
25924
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-25925
Key:

Data

{'content': 'rolled up'}