Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐγκύησις
ἐγκυητήριον
ἐγκυκάω
ἐγκυκλέομαι
ἐγκύκλημα
ἐγκυκλίζω
ἐγκύκλιος
ἔγκυκλον
ἔγκυκλος
ἐγκυκλόω
ἐγκύκλωσις
ἐγκυλίδωτος
ἐγκυλίνδησις
ἐγκυλίνδω
ἐγκύματος
ἐγκυμονέω
ἐγκύμων
ἐγκυοποιέω
ἔγκυος
ἐγκύπτω
ἐγκυρέω
View word page
ἐγκύκλωσις
a surrounding

ShortDef

a surrounding

Debugging

Headword:
ἐγκύκλωσις
Headword (normalized):
ἐγκύκλωσις
Headword (normalized/stripped):
εγκυκλωσις
IDX:
25923
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-25924
Key:

Data

{'content': 'a surrounding'}