Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἔγκυαρ
ἐγκυβιστάω
ἐγκυέομαι
ἐγκύησις
ἐγκυητήριον
ἐγκυκάω
ἐγκυκλέομαι
ἐγκύκλημα
ἐγκυκλίζω
ἐγκύκλιος
ἔγκυκλον
ἔγκυκλος
ἐγκυκλόω
ἐγκύκλωσις
ἐγκυλίδωτος
ἐγκυλίνδησις
ἐγκυλίνδω
ἐγκύματος
ἐγκυμονέω
ἐγκύμων
ἐγκυοποιέω
View word page
ἔγκυκλον
woman’s upper garment

ShortDef

woman’s upper garment

Debugging

Headword:
ἔγκυκλον
Headword (normalized):
ἔγκυκλον
Headword (normalized/stripped):
εγκυκλον
IDX:
25920
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-25921
Key:

Data

{'content': 'woman’s upper garment'}