Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐγκτίζω
ἔγκυαρ
ἐγκυβιστάω
ἐγκυέομαι
ἐγκύησις
ἐγκυητήριον
ἐγκυκάω
ἐγκυκλέομαι
ἐγκύκλημα
ἐγκυκλίζω
ἐγκύκλιος
ἔγκυκλον
ἔγκυκλος
ἐγκυκλόω
ἐγκύκλωσις
ἐγκυλίδωτος
ἐγκυλίνδησις
ἐγκυλίνδω
ἐγκύματος
ἐγκυμονέω
ἐγκύμων
View word page
ἐγκύκλιος
circular, rounded, round

ShortDef

circular, rounded, round

Debugging

Headword:
ἐγκύκλιος
Headword (normalized):
ἐγκύκλιος
Headword (normalized/stripped):
εγκυκλιος
IDX:
25919
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-25920
Key:

Data

{'content': 'circular, rounded, round'}