Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐγκτητικόν
ἔγκτητος
ἐγκτήτωρ
ἐγκτίζω
ἔγκυαρ
ἐγκυβιστάω
ἐγκυέομαι
ἐγκύησις
ἐγκυητήριον
ἐγκυκάω
ἐγκυκλέομαι
ἐγκύκλημα
ἐγκυκλίζω
ἐγκύκλιος
ἔγκυκλον
ἔγκυκλος
ἐγκυκλόω
ἐγκύκλωσις
ἐγκυλίδωτος
ἐγκυλίνδησις
ἐγκυλίνδω
View word page
ἐγκυκλέομαι
to rotate in

ShortDef

to rotate in

Debugging

Headword:
ἐγκυκλέομαι
Headword (normalized):
ἐγκυκλέομαι
Headword (normalized/stripped):
εγκυκλεομαι
IDX:
25916
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-25917
Key:

Data

{'content': 'to rotate in'}