Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἔγκτησις
ἐγκτητικόν
ἔγκτητος
ἐγκτήτωρ
ἐγκτίζω
ἔγκυαρ
ἐγκυβιστάω
ἐγκυέομαι
ἐγκύησις
ἐγκυητήριον
ἐγκυκάω
ἐγκυκλέομαι
ἐγκύκλημα
ἐγκυκλίζω
ἐγκύκλιος
ἔγκυκλον
ἔγκυκλος
ἐγκυκλόω
ἐγκύκλωσις
ἐγκυλίδωτος
ἐγκυλίνδησις
View word page
ἐγκυκάω
to mix up in
ShortDef
to mix up in
Debugging
Headword:
ἐγκυκάω
Headword (normalized):
ἐγκυκάω
Headword (normalized/stripped):
εγκυκαω
IDX:
25915
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-25916
Key:
Data
{'content': 'to mix up in'}