Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐγκτερεΐζω
ἔγκτημα
ἔγκτησις
ἐγκτητικόν
ἔγκτητος
ἐγκτήτωρ
ἐγκτίζω
ἔγκυαρ
ἐγκυβιστάω
ἐγκυέομαι
ἐγκύησις
ἐγκυητήριον
ἐγκυκάω
ἐγκυκλέομαι
ἐγκύκλημα
ἐγκυκλίζω
ἐγκύκλιος
ἔγκυκλον
ἔγκυκλος
ἐγκυκλόω
ἐγκύκλωσις
View word page
ἐγκύησις
germination

ShortDef

germination

Debugging

Headword:
ἐγκύησις
Headword (normalized):
ἐγκύησις
Headword (normalized/stripped):
εγκυησις
IDX:
25913
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-25914
Key:

Data

{'content': 'germination'}