Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἔγκρυφος
ἔγκρυψις
ἐγκτάομαι
ἐγκτερεΐζω
ἔγκτημα
ἔγκτησις
ἐγκτητικόν
ἔγκτητος
ἐγκτήτωρ
ἐγκτίζω
ἔγκυαρ
ἐγκυβιστάω
ἐγκυέομαι
ἐγκύησις
ἐγκυητήριον
ἐγκυκάω
ἐγκυκλέομαι
ἐγκύκλημα
ἐγκυκλίζω
ἐγκύκλιος
ἔγκυκλον
View word page
ἔγκυαρ
pregnant

ShortDef

pregnant

Debugging

Headword:
ἔγκυαρ
Headword (normalized):
ἔγκυαρ
Headword (normalized/stripped):
εγκυαρ
IDX:
25910
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-25911
Key:

Data

{'content': 'pregnant'}