Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀκανθυλλίς
ἀκανθώδης
ἀκανίζω
ἀκανικός
ἄκανος
ἀκανώδης
ἀκάπηλος
ἀκάπνιστος
ἄκαπνος
ἀκάπνωτος
ἀκαραδόκητος
ἀκάρδιος
ἀκάρηνος
ἀκαρής
ἀκαρί
ἀκαριαῖος
Ἀκαρνάν
Ἀκαρνανία
Ἀκαρνανικός
ἀκαρπέω
ἀκαρπία
View word page
ἀκαραδόκητος
unexpected

ShortDef

unexpected

Debugging

Headword:
ἀκαραδόκητος
Headword (normalized):
ἀκαραδόκητος
Headword (normalized/stripped):
ακαραδοκητος
IDX:
2590
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-2591
Key:

Data

{'content': 'unexpected'}