Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐγκρύπτω
ἐγκρυφιάζω
ἐγκρυφίας
ἔγκρυφος
ἔγκρυψις
ἐγκτάομαι
ἐγκτερεΐζω
ἔγκτημα
ἔγκτησις
ἐγκτητικόν
ἔγκτητος
ἐγκτήτωρ
ἐγκτίζω
ἔγκυαρ
ἐγκυβιστάω
ἐγκυέομαι
ἐγκύησις
ἐγκυητήριον
ἐγκυκάω
ἐγκυκλέομαι
ἐγκύκλημα
View word page
ἔγκτητος
possessed in
ShortDef
possessed in
Debugging
Headword:
ἔγκτητος
Headword (normalized):
ἔγκτητος
Headword (normalized/stripped):
εγκτητος
IDX:
25907
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-25908
Key:
Data
{'content': 'possessed in'}