Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἔγκρυμμα
ἐγκρυπτέον
ἐγκρύπτω
ἐγκρυφιάζω
ἐγκρυφίας
ἔγκρυφος
ἔγκρυψις
ἐγκτάομαι
ἐγκτερεΐζω
ἔγκτημα
ἔγκτησις
ἐγκτητικόν
ἔγκτητος
ἐγκτήτωρ
ἐγκτίζω
ἔγκυαρ
ἐγκυβιστάω
ἐγκυέομαι
ἐγκύησις
ἐγκυητήριον
ἐγκυκάω
View word page
ἔγκτησις
tenure of land in a place by a stranger
ShortDef
tenure of land in a place by a stranger
Debugging
Headword:
ἔγκτησις
Headword (normalized):
ἔγκτησις
Headword (normalized/stripped):
εγκτησις
IDX:
25905
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-25906
Key:
Data
{'content': 'tenure of land in a place by a stranger'}