Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐγκροτέω
ἐγκρούω
ἔγκρυμμα
ἐγκρυπτέον
ἐγκρύπτω
ἐγκρυφιάζω
ἐγκρυφίας
ἔγκρυφος
ἔγκρυψις
ἐγκτάομαι
ἐγκτερεΐζω
ἔγκτημα
ἔγκτησις
ἐγκτητικόν
ἔγκτητος
ἐγκτήτωρ
ἐγκτίζω
ἔγκυαρ
ἐγκυβιστάω
ἐγκυέομαι
ἐγκύησις
View word page
ἐγκτερεΐζω
bury in
ShortDef
bury in
Debugging
Headword:
ἐγκτερεΐζω
Headword (normalized):
ἐγκτερεΐζω
Headword (normalized/stripped):
εγκτερειζω
IDX:
25903
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-25904
Key:
Data
{'content': 'bury in'}