Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐγκροστόω
ἐγκροτέω
ἐγκρούω
ἔγκρυμμα
ἐγκρυπτέον
ἐγκρύπτω
ἐγκρυφιάζω
ἐγκρυφίας
ἔγκρυφος
ἔγκρυψις
ἐγκτάομαι
ἐγκτερεΐζω
ἔγκτημα
ἔγκτησις
ἐγκτητικόν
ἔγκτητος
ἐγκτήτωρ
ἐγκτίζω
ἔγκυαρ
ἐγκυβιστάω
ἐγκυέομαι
View word page
ἐγκτάομαι
to acquire possessions in
ShortDef
to acquire possessions in
Debugging
Headword:
ἐγκτάομαι
Headword (normalized):
ἐγκτάομαι
Headword (normalized/stripped):
εγκταομαι
IDX:
25902
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-25903
Key:
Data
{'content': 'to acquire possessions in'}