Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐγκροαίνω
ἐγκροστόω
ἐγκροτέω
ἐγκρούω
ἔγκρυμμα
ἐγκρυπτέον
ἐγκρύπτω
ἐγκρυφιάζω
ἐγκρυφίας
ἔγκρυφος
ἔγκρυψις
ἐγκτάομαι
ἐγκτερεΐζω
ἔγκτημα
ἔγκτησις
ἐγκτητικόν
ἔγκτητος
ἐγκτήτωρ
ἐγκτίζω
ἔγκυαρ
ἐγκυβιστάω
View word page
ἔγκρυψις
banking up
ShortDef
banking up
Debugging
Headword:
ἔγκρυψις
Headword (normalized):
ἔγκρυψις
Headword (normalized/stripped):
εγκρυψις
IDX:
25901
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-25902
Key:
Data
{'content': 'banking up'}