Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀγαλματοφόρος
ἀγαλματοφώρας
ἀγαλματόω
ἀγαλματώδης
ἀγαλμοτυπεύς
ἀγάλοχον
ἄγαλσις
ἄγαμαι
Ἀγαμεμνόνεος
Ἀγαμεμνονίδης
Ἀγαμεμνόνιος
Ἀγαμέμνων
ἀγαμένως
Ἀγαμήδη
ἀγαμία
ἀγαμίου
ἄγαμος
ἄγαν
ἀγανακτέω
ἀγανάκτησις
ἀγανακτητέον
View word page
Ἀγαμεμνόνιος
of Agamemnon

ShortDef

of Agamemnon

Debugging

Headword:
Ἀγαμεμνόνιος
Headword (normalized):
ἀγαμεμνόνιος
Headword (normalized/stripped):
αγαμεμνονιος
IDX:
258
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-259
Key:

Data

{'content': 'of Agamemnon'}