Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἔγκρισις
ἐγκριτέος
ἐγκριτήριος
ἔγκριτος
ἐγκροαίνω
ἐγκροστόω
ἐγκροτέω
ἐγκρούω
ἔγκρυμμα
ἐγκρυπτέον
ἐγκρύπτω
ἐγκρυφιάζω
ἐγκρυφίας
ἔγκρυφος
ἔγκρυψις
ἐγκτάομαι
ἐγκτερεΐζω
ἔγκτημα
ἔγκτησις
ἐγκτητικόν
ἔγκτητος
View word page
ἐγκρύπτω
to hide

ShortDef

to hide

Debugging

Headword:
ἐγκρύπτω
Headword (normalized):
ἐγκρύπτω
Headword (normalized/stripped):
εγκρυπτω
IDX:
25897
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-25898
Key:

Data

{'content': 'to hide'}