Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐγκρίμναμαι
ἐγκρίνω
ἐγκρίς
ἔγκρισις
ἐγκριτέος
ἐγκριτήριος
ἔγκριτος
ἐγκροαίνω
ἐγκροστόω
ἐγκροτέω
ἐγκρούω
ἔγκρυμμα
ἐγκρυπτέον
ἐγκρύπτω
ἐγκρυφιάζω
ἐγκρυφίας
ἔγκρυφος
ἔγκρυψις
ἐγκτάομαι
ἐγκτερεΐζω
ἔγκτημα
View word page
ἐγκρούω
to knock or hammer in

ShortDef

to knock or hammer in

Debugging

Headword:
ἐγκρούω
Headword (normalized):
ἐγκρούω
Headword (normalized/stripped):
εγκρουω
IDX:
25894
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-25895
Key:

Data

{'content': 'to knock or hammer in'}