Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐγκριδοπώλης
ἐγκρικόω
ἐγκρίμναμαι
ἐγκρίνω
ἐγκρίς
ἔγκρισις
ἐγκριτέος
ἐγκριτήριος
ἔγκριτος
ἐγκροαίνω
ἐγκροστόω
ἐγκροτέω
ἐγκρούω
ἔγκρυμμα
ἐγκρυπτέον
ἐγκρύπτω
ἐγκρυφιάζω
ἐγκρυφίας
ἔγκρυφος
ἔγκρυψις
ἐγκτάομαι
View word page
ἐγκροστόω
incrustare, veneer

ShortDef

incrustare, veneer

Debugging

Headword:
ἐγκροστόω
Headword (normalized):
ἐγκροστόω
Headword (normalized/stripped):
εγκροστοω
IDX:
25892
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-25893
Key:

Data

{'content': 'incrustare, veneer'}