Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐγκρεμάννυμαι
ἐγκρέμασις
ἐγκριδοπώλης
ἐγκρικόω
ἐγκρίμναμαι
ἐγκρίνω
ἐγκρίς
ἔγκρισις
ἐγκριτέος
ἐγκριτήριος
ἔγκριτος
ἐγκροαίνω
ἐγκροστόω
ἐγκροτέω
ἐγκρούω
ἔγκρυμμα
ἐγκρυπτέον
ἐγκρύπτω
ἐγκρυφιάζω
ἐγκρυφίας
ἔγκρυφος
View word page
ἔγκριτος
admitted, accepted

ShortDef

admitted, accepted

Debugging

Headword:
ἔγκριτος
Headword (normalized):
ἔγκριτος
Headword (normalized/stripped):
εγκριτος
IDX:
25890
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-25891
Key:

Data

{'content': 'admitted, accepted'}