Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐγκρατευτής
ἐγκρατέω
ἐγκρατής
ἐγκράτησις
ἐγκρατίτης
ἐγκραυγάζω
ἐγκρεμάννυμαι
ἐγκρέμασις
ἐγκριδοπώλης
ἐγκρικόω
ἐγκρίμναμαι
ἐγκρίνω
ἐγκρίς
ἔγκρισις
ἐγκριτέος
ἐγκριτήριος
ἔγκριτος
ἐγκροαίνω
ἐγκροστόω
ἐγκροτέω
ἐγκρούω
View word page
ἐγκρίμναμαι
to be suspended

ShortDef

to be suspended

Debugging

Headword:
ἐγκρίμναμαι
Headword (normalized):
ἐγκρίμναμαι
Headword (normalized/stripped):
εγκριμναμαι
IDX:
25884
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-25885
Key:

Data

{'content': 'to be suspended'}