Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐγκράτεια
ἐγκράτευμα
ἐγκρατεύομαι
ἐγκρατευτής
ἐγκρατέω
ἐγκρατής
ἐγκράτησις
ἐγκρατίτης
ἐγκραυγάζω
ἐγκρεμάννυμαι
ἐγκρέμασις
ἐγκριδοπώλης
ἐγκρικόω
ἐγκρίμναμαι
ἐγκρίνω
ἐγκρίς
ἔγκρισις
ἐγκριτέος
ἐγκριτήριος
ἔγκριτος
ἐγκροαίνω
View word page
ἐγκρέμασις
suspension
ShortDef
suspension
Debugging
Headword:
ἐγκρέμασις
Headword (normalized):
ἐγκρέμασις
Headword (normalized/stripped):
εγκρεμασις
IDX:
25881
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-25882
Key:
Data
{'content': 'suspension'}