Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀκανθοφυέω
ἀκανθόφυλλος
ἀκανθόχοιρος
ἀκανθυλλίς
ἀκανθώδης
ἀκανίζω
ἀκανικός
ἄκανος
ἀκανώδης
ἀκάπηλος
ἀκάπνιστος
ἄκαπνος
ἀκάπνωτος
ἀκαραδόκητος
ἀκάρδιος
ἀκάρηνος
ἀκαρής
ἀκαρί
ἀκαριαῖος
Ἀκαρνάν
Ἀκαρνανία
View word page
ἀκάπνιστος
unsmoked
ShortDef
unsmoked
Debugging
Headword:
ἀκάπνιστος
Headword (normalized):
ἀκάπνιστος
Headword (normalized/stripped):
ακαπνιστος
IDX:
2587
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-2588
Key:
Data
{'content': 'unsmoked'}