Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐγκόσμιος
ἐγκοτέω
ἐγκότησις
ἔγκοτος
ἐγκοτύλη
ἐγκουράς
ἐγκράζω
ἐγκραιπαλάω
ἐγκράνιον
ἔγκρασις
ἐγκρασίχολος
ἐγκράτεια
ἐγκράτευμα
ἐγκρατεύομαι
ἐγκρατευτής
ἐγκρατέω
ἐγκρατής
ἐγκράτησις
ἐγκρατίτης
ἐγκραυγάζω
ἐγκρεμάννυμαι
View word page
ἐγκρασίχολος
anchovy
ShortDef
anchovy
Debugging
Headword:
ἐγκρασίχολος
Headword (normalized):
ἐγκρασίχολος
Headword (normalized/stripped):
εγκρασιχολος
IDX:
25870
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-25871
Key:
Data
{'content': 'anchovy'}