Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐγκόπτω
ἐγκορδυλέω
ἐγκορύπτω
ἐγκοσμέω
ἐγκόσμιος
ἐγκοτέω
ἐγκότησις
ἔγκοτος
ἐγκοτύλη
ἐγκουράς
ἐγκράζω
ἐγκραιπαλάω
ἐγκράνιον
ἔγκρασις
ἐγκρασίχολος
ἐγκράτεια
ἐγκράτευμα
ἐγκρατεύομαι
ἐγκρατευτής
ἐγκρατέω
ἐγκρατής
View word page
ἐγκράζω
to cry aloud at

ShortDef

to cry aloud at

Debugging

Headword:
ἐγκράζω
Headword (normalized):
ἐγκράζω
Headword (normalized/stripped):
εγκραζω
IDX:
25866
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-25867
Key:

Data

{'content': 'to cry aloud at'}