Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀκανθοφορέω
ἀκανθοφόρος
ἀκανθοφυέω
ἀκανθόφυλλος
ἀκανθόχοιρος
ἀκανθυλλίς
ἀκανθώδης
ἀκανίζω
ἀκανικός
ἄκανος
ἀκανώδης
ἀκάπηλος
ἀκάπνιστος
ἄκαπνος
ἀκάπνωτος
ἀκαραδόκητος
ἀκάρδιος
ἀκάρηνος
ἀκαρής
ἀκαρί
ἀκαριαῖος
View word page
ἀκανώδης
thistle-headed

ShortDef

thistle-headed

Debugging

Headword:
ἀκανώδης
Headword (normalized):
ἀκανώδης
Headword (normalized/stripped):
ακανωδης
IDX:
2585
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-2586
Key:

Data

{'content': 'thistle-headed'}